Ο τύπος μπαίνει στο γραφείο του ωτορινολαρυγγολόγου και αρχίζει να... γδύνεται..
"Κύριέ μου", του λέει ο ωριλά, "λάθος έχετε κάνει. Ο αφροδισιολόγος είναι ακριβώς δίπλα".
Απτόητος ο κύριος, συνεχίζει...
"Σας παρακαλώ", λέει ο γιατρός, "εγώ είμαι για τα αυτιά, τη μύτη, τέτοια πράγματα. Δίπλα ακριβώς είναι ο αφροδισιολόγος!".
Τίποτε ο άλλος. Όχι μόνο γδύνεται, αλλά... αυτό που δείχνει είναι και σε μαύρο χάλι. Γεμάτο αίματα, πύων, πρησμένο, μια αηδία σκέτη.
"Μα ... σταμάτα", του λέει ο κύριος. "Ξέρω γιατί έχω έρθει". "Γιατί;" ψελλίζει ο γιατρός.
"Aκου", του λέει ο κύριος.
"Είμαι εργένης.. μαζί με άλλους επτά εργένηδες", συνεχίζει ο κύριος, τρώμε μια φορά τη βδομάδα μαζί και μετά παίζουμε ένα παιχνίδι...". "Παιχνίδι;
Τι παιχνίδι;"
"Να, σηκωνόμαστε γύρω από το τραπέζι, ακουμπάμε τα πουλιά μας επάνω, κλείνουμε τα μάτια μας και με το δεξί του χέρι ο καθένας κρατάμε το παπούτσι μας...".
Ο γιατρός έχει αρχίζει να τα ... παίζει.
"Και λοιπόν;" ρωτάει...
"Ε, ο πρώτος που λέει 'ψιτ'", συνεχίζει ο κύριος, "κοπανάει με το παπούτσι του το πουλί του το πουλί του διπλανού του".
Έξαλλος ο γιατρός, ρωτάει, λοιπόν: "Ε, και τι μπορώ να κάνω εγώ;".
Και ο κύριος...
"Να, αυτό το γαμημένο το 'ψιτ' δεν ακούω ποτέ".